Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίοπτος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίοπτος -η -ο [períoptos] Ε5 : 1. που τον βλέπουν από παντού· περίβλεπτος: Περίοπτη θέση. Περίοπτο κτίσμα. ~ ναός. 2. (μτφ.) εξέχων, έξοχος: Περίοπτη θέση. ~ ρόλος.

[λόγ. < ελνστ. περίοπτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go