Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περίλαμπρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περίλαμπρος -η -ο [perílambros] Ε5 : εξαιρετικά λαμπρός, ένδοξος, περίφημος. περίλαμπρα ΕΠIΡΡ ολοφάνερα, περίτρανα: Έχει ~ αποδειχτεί.

[λόγ. < ελνστ. περίλαμπρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go