Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεπλατυσμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεπλατυσμένος -η -ο [peplatizménos] Ε3 : (για σχήμα ή σώμα) που είναι λιγότερο κυρτός από το συνηθισμένο, έτσι ώστε να πλησιάζει προς το επίπεδο: Bίδα με πεπλατυσμένο κεφάλι. H γη δεν είναι τελείως σφαιρική· στον ισημερινό είναι ελαφρά εξογκωμένη και στους πόλους λίγο πεπλατυσμένη, το πλάτος της είναι μεγαλύτερο από το ύψος της.

[λόγ. μππ. του αρχ. πλατύνω `πλαταίνω΄ μτφρδ. γαλλ. aplati]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go