Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεπατημένη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεπατημένη η [pepatiméni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : ο γνωστός, ο συνηθισμένος τρόπος ενέργειας: Xρησιμοποιεί / ακολουθεί / αφήνει κάποιος την ~. H κυβέρνηση δεν απομακρύνθηκε από την ~ στον τομέα της φορολογικής πολιτικής.

[λόγ. < ελνστ. πεπατημένη θηλ. μππ. του αρχ. πατῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go