Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεπαιδευμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεπαιδευμένος -η -ο [pepeδevménos] Ε3 : (λόγ., για πρόσ.) μορφωμένος.

[λόγ. < αρχ. πεπαιδευμένος μππ. του παιδεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go