Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεντηκοντούτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντηκοντούτης ο [pendikondútis] Ο (λόγ.) : για άντρα που έχει ηλικία πενήντα ετών. || (συνήθ. ως επίθ.) πενηντάχρονος, πεντηκονταετής.

[λόγ. < αρχ.. πεντηκοντούτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go