Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντηκονταετής -ής -ές [pendikondaetís] Ε10 : (λόγ.) πενηντάχρονος. α. που έχει διάρκεια πενήντα ετών: ~ συνθήκη / συμφωνία. || ~ διάρκεια. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών.
[λόγ. < αρχ. πεντηκονταετής]



