Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεντελικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντελικός -ή -ό [pendelikós] Ε1 : που έχει σχέση με το βουνό Πεντέλη και ιδίως που προέρχεται από αυτό: Πεντελικό μάρμαρο / κάλλος.

[λόγ. Πεντέλ(η) -ικός (σύγκρ. ελνστ. Πεντελικόν ὄρος `Πεντέλη΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go