Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πενταπλός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενταπλός -ή -ό [pendaplós] Ε1 αριθμτ. πολλαπλ. : 1α. που αποτελείται από πέντε όμοια, απλά μέρη: Πενταπλό σκοινί. || πεντάδιπλος. β. που γίνεται πέντε φορές διαδοχικά: Πενταπλή σύγκρουση αυτοκινήτων. γ. που παρουσιάζεται με πέντε μορφές. 2. που είναι πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος σε σχέση με κτ. που λαμβάνεται ως μέτρο· πενταπλάσιος. πενταπλά ΕΠIΡΡ: Θα πληρώσω τριπλά και ~ για να πάρω αυτό το σπίτι.

[λόγ. < ελνστ. πενταπλ(οῦς) μεταπλ. -ός για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες