Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντακάθαρος -η -ο [pendakáθaros] Ε5 : που είναι απόλυτα καθαρός· ολοκάθαρος: Πεντακάθαρα χέρια / νύχια. Πεντακάθαρο νερό / μυαλό / ποινικό μητρώο / αποτέλεσμα. ~ ουρανός. Πεντακάθαρη ακτινογραφία / σκέψη. ~ τίτλος ιδιοκτησίας.
πεντακάθαρα ΕΠIΡΡ. [πεντα-2 + καθαρ(ός) -ος]



