Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεντακάθαρος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντακάθαρος -η -ο [pendakáθaros] Ε5 : που είναι απόλυτα καθαρός· ολοκάθαρος: Πεντακάθαρα χέρια / νύχια. Πεντακάθαρο νερό / μυαλό / ποινικό μητρώο / αποτέλεσμα. ~ ουρανός. Πεντακάθαρη ακτινογραφία / σκέψη. ~ τίτλος ιδιοκτησίας. πεντακάθαρα ΕΠIΡΡ.

[πεντα-2 + καθαρ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go