Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πεντάμηνος -η -ο [pendáminos] Ε5 : που διαρκεί πέντε μήνες: Πεντάμηνη παράταση / προθεσμία / αναβολή. || (ως ουσ.) το πεντάμηνο, χρονικό διάστημα πέντε μηνών.
[λόγ. < αρχ. πεντάμηνος `πέντε μηνών΄]



