Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεντάλφα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεντάλφα η [pendálfa] Ο25α & πεντάλφα το [pendálfa] Ο (άκλ.) : γραμμικό πενταγωνικό σχήμα, το οποίο μοιάζει με αστέρι και χρησιμοποιείται ως μαγικό ή αποκρυφιστικό σύμβολο: Xάραξε μια ~ στο φέρετρο για να ξορκίσει το θάνατο.

[λόγ. αντδ. < ιταλ. pentalfa αρσ. που θεωρήθηκε θηλ. < ελνστ. πένταλφα τό· ουδ. κατά το άλφα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go