Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πενηνταράκι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενηνταράκι το [penindaráki] Ο44α : 1. (παρωχ.) μικρό νόμισμα αξίας πε νήντα λεπτών ή μισής δραχμής· πενηντάλεπτο. 2. (συνήθ. για οινοπνευματώδη ποτά) ποσότητα πενήντα γραμμαρίων (ή, παλαιότερα, πενήντα δραμιών της οκάς), καθώς και το ανάλογο δοχείο: Ήπιε ένα ~ ούζο. 3. (προφ.) μηχανάκι πενήντα κυβικών· πενηντάρι3.

[πενήντ(α) -αράκι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go