Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πενηντάχρονος -η -ο [penindáxronos] Ε5 : α. που έχει διάρκεια πενήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) πενήντα ετών. || (ως ουσ.) ο πενηντάχρονος, θηλ. πενηντάχρονη, ο πενηντάρης. γ. (ως ουσ.). τα πενηντάχρο να, η επέτειος για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.
[λόγ. πενήντα + -χρονος]



