Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πελαργόνι το [pelarγóni] Ο44 : είδος καλλωπιστικού φυτού, συγγενικό με το γεράνι.
[αντδ. < ιταλ. αρσ. pelargonio, πληθ. pelargoni που θεωρήθηκε ουδ. εν. < νλατ. pelargonium < αρχ. πελαργός από την ομοιότητα του καρ πού με ράμφος πελαργού (πρβ. ελνστ. πελαργῖτις `είδος γερανιού΄)]



