Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πελέκι το [peléki] Ο44 : όργανο (εργαλείο ή όπλο) από πλατιά, παχιά και κοφτερή λεπίδα προσαρμοσμένη σε ξύλινη ράβδο· τσεκούρι, πέλεκυς.
[μσν. πελέκι < ελνστ. πελέκιον υποκορ. του αρχ. πέλεκυς]



