Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πειραϊκός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειραϊκός -ή -ό [piraikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον Πειραιά ή στους Πειραιώτες· πειραιώτικος: Πειραϊκοί σύλλογοι. Πειραϊκή αγορά. Πειραϊκό θέατρο.

[λόγ. < ελνστ. Πειραϊκός (< αρχ. Πειραιεύς)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go