Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πειθήνιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πειθήνιος -α -ο [piθínios] Ε6 : (για άνθρ.) ευπειθής, πειθαρχικός, υπάκουος: Πειθήνιο όργανο κάποιου, που υπακούει και εκτελεί τυφλά τις θελήσεις άλλου. πειθήνια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. πειθήνιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go