Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πειθήνιος -α -ο [piθínios] Ε6 : (για άνθρ.) ευπειθής, πειθαρχικός, υπάκουος: Πειθήνιο όργανο κάποιου, που υπακούει και εκτελεί τυφλά τις θελήσεις άλλου.
πειθήνια ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. πειθήνιος]



