Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεζεβέγκης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζεβέγκης ο [pezevéngis] Ο11 θηλ. πεζεβέγκισσα [pezevéngisa] Ο27 & μπεζεβέγκης ο [bezevéngis] Ο11 θηλ. μπεζεβέγκισσα [bezevéngisa] Ο27 : άνθρωπος πονηρός και αχρείος· παλιάνθρωπος, μασκαράς. || (παρωχ.) ρουφιάνος, μαστρωπός.

[τουρκ. pezevenk -ης· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] · πεζεβέγκ(ης), μπεζεβέγκ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go