Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παχύσαρκος -η -ο [paxísarkos] Ε5 : (για άνθρ.) που έχει πολύ πάχος, που είναι πολύ παχύς. ANT λιπόσαρκος: ~ άντρας. Παχύσαρκη γυναίκα. Παχύσαρκο άτομο / παιδί. || (ιατρ.) που πάσχει από παχυσαρκία.
[λόγ. < ελνστ. παχύσαρκος `με ρωμαλέους μυς΄ κατά τη σημ. του παχύς]



