Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παυσίλυπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παυσίλυπος -η -ο [pafsílipos] Ε5 : (λόγ.) που καταπραΰνει ή καταπαύει τη λύπη: ~ λόγος.

[λόγ. < αρχ. παυσίλυπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go