Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατσαβούρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατσαβούρι το [patsavúri] Ο44 : (προφ.) η πατσαβούρα.

[πατσαβούρ(α) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατσαβουριάζω [patsavurjázo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) κάνω κτ. σαν πατσα βούρα, το τσαλακώνω και το λερώνω (κυρ. για ρούχα).

[πατσαβούρ(α) -ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go