Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατρόνος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρόνος ο [patrónos] Ο18 : (παρωχ.) ο ιδιοκτήτης μαγαζιού, επιχείρησης, το αφεντικό.

[ιταλ. patron(e) -ος ή πατρόν(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go