Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριδοκάπηλος ο [patriδokápilos] Ο20α : αυτός που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας (τον πατριωτισμό, τη φιλοπατρία) για να επιτύχει ιδιοτελείς σκοπούς, προσωπικά οφέλη: Οι πατριδοκάπηλοι διαφέρουν από τους γνήσιους, τους αληθινούς πατριώτες.
[λόγ. πατριδ- (δες πατρίδα) -ο- + κάπηλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατριδοκάπηλος -η -ο [patriδokápilos] Ε5 : που εκμεταλλεύεται την ιδέα της πατρίδας (τον πατριωτισμό, τη φιλοπατρία) για να επιτύχει ιδιοτελείς σκοπούς, προσωπικά οφέλη: Πατριδοκάπηλη πολιτική. || (ως ουσ.) ο πατριδοκάπηλος*.
[λόγ. επίθ. < ουσ. πατριδικάπηλος]



