Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πατούρα η [patúra] Ο25α : (τεχν.) εγκοπή σανίδας στην οποία μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλης σανίδας, για να σχηματιστεί το σανίδωμα.
[ιταλ. battura με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]



