Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατίνα
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατίνα η [patína] Ο25 : επικάλυψη μιας χάλκινης ή ορειχάλκινης επιφάνειας με μια πρασινωπή ουσία που είναι αποτέλεσμα φυσικής οξείδωσης ή που δημιουργείται με την κατάλληλη κατεργασία για λόγους προστασίας ή αισθητικής. (έκφρ.) η ~ του χρόνου, τα ίχνη που αφήνει η πάροδος του χρόνου σε πράγματα ή και σε πρόσωπα. || κάλυψη μιας επιφάνειας, από οποιοδήποτε υλικό, με βερνίκι που απομιμείται τη φυσική οξείδωση: H κρεβατοκάμαρα θα γίνει ~. Οι γύψινες διακοσμήσεις είναι ~.

[βεν. patina]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατινάζ το [patináz] Ο (άκλ.) : άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής φορώντας πατίνια (τροχοπέδιλα ή παγοπέδιλα) κινείται γλιστρώντας σε μια λεία ή παγωμένη επιφάνεια (πίστα), εκτελώντας διάφορες ασκήσεις ισορροπίας ή χορευτικές φιγούρες, με συνοδεία μουσικής: Kαλλιτεχνικό ~. ~ σε πάγο, παγοδρομία.

[λόγ. < γαλλ. patinage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατινάρισμα 1 το [patinárizma] Ο49 : η ενέργεια του πατινάρω 1. I. κίνηση με ειδικά πέδιλα επάνω σε λεία ή παγωμένη επιφάνεια. II. (τεχν., οικ.) το φαινόμενο της ολίσθησης που παρουσιάζεται ανάμεσα σε δύο επιφάνειες που δεν έχουν επαρκή πρόσφυση.

[πατινάρ(ω) 1 -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατινάρισμα 2 το : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πατινάρω 2, η διαδικασία με την οποία δίνουμε σε μια επιφάνεια την όψη του οξειδωμένου χαλκού ή ορείχαλκου.

[πατινάρ(ω) 2 -ισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατινάρω 1 [patináro] Ρ6α : I. κάνω πατινάζ, τρέχω σε ειδική πίστα με τροχοπέδιλα ή με παγοπέδιλα. II. (τεχν., οικ.) για επιφάνειες που δεν παρουσιάζουν επαρκή πρόσφυση, με αποτέλεσμα να γλιστρά η μία επάνω στην άλλη.

[I: πατίν(ι) -άρω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. patiner]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατινάρω 2, -ομαι Ρ6 : καλύπτω μια επιφάνεια με πατίνα: Έπιπλα πατιναρισμένα.

[πατίν(α) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go