Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατάτας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατάτας ο [patátas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου χοντρού και δυσκίνητου.

[πατάτ(α) -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go