Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πασαπόρτι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασαπόρτι το [pasapórti] Ο44 : (λαϊκ.) το διαβατήριο. ΦΡ δίνω σε κπ. ~, τον διώχνω. παίρνει κάποιος ~, διώχνεται.

[ιταλ. αρσ. passaporto (< γαλλ. passeport), πληθ. passaporti που θεωρήθηκε ουδ. εν.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go