Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πασαβιόλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασαβιόλα η [pasavjóla] & μπασαβιόλα η [basavjóla] Ο25 : το κοντραμπάσο.

[ιταλ. basso di viola με παράλειψη της πρόθ. και τροπή του επιθ. σε θηλ. κατά τη λ. viola και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go