Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πασίδηλος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πασίδηλος -η -ο [pasíδilos] Ε5 : (λόγ.) ολοφάνερος. || (νομ., ως ουσ.) το πασίδηλο, για γεγονός που είναι τόσο γνωστό, ώστε να εξαιρείται από την αποδεικτική διαδικασία.

[λόγ. < ελνστ. πασίδηλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go