Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρτούζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρτούζα η [partúza] Ο25α : (οικ.) ομαδικός έρωτας με ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων.

[γαλλ. partous(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go