Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παροιμιώδης -ης -ες
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παροιμιώδης -ης -ες [parimióδis] Ε11 : για ιδιότητα που εμφανίζεται σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να είναι πασίγνωστη ως χαρακτηριστικά ακραία: H υπομονή του / η κακία του υπήρξε ~. Tο θάρρος του είναι παροιμιώδες.

[λόγ. < ελνστ. παροιμιώδης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go