Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρμπρίζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρμπρίζ το [parbríz] Ο (άκλ.) : το μεγάλο τζάμι στο μπροστινό μέρος ενός οχήματος, ενός ταχύπλοου σκάφους κτλ.: Ράγισε το ~ του αυτοκινήτου.

[γαλλ. pare-brise]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go