Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρθενογένεση η [parθenojénesi] Ο33 : 1. η αναπαραγωγή μερικών ζωικών ή φυτικών οργανισμών χωρίς γονιμοποίηση, δηλαδή μόνο από το θηλυκό χωρίς τη συμμετοχή του αρσενικού: Φυσική / τεχνητή / τυχαία / κυκλική ~. 2. (μτφ.) η αυτόματη, η εκ του μηδενός δημιουργία: Οι ιδέες διαμορφώνονται ιστορικά και δεν προκύπτουν ξαφνικά με ~.
[λόγ. < γαλλ. parthénogenèse < αρχ. παρθένο(ς) + αρχ. γένε(σις) -ση]



