Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρενέργεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρενέργεια η [parenérjia] Ο27 : η πρόσθετη ενέργεια, επίδραση ενός φαρμάκου, που είναι ανεπιθύμητη και επιβλαβής για το χρήστη: Tο παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες. || (επέκτ.) απροσδόκητη, ανεπιθύμητη, αρνητική εξέλιξη που προκύπτει ως δευτερεύον αποτέλεσμα από μια κύρια ενέργεια, πρά ξη: Tα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης προκάλεσαν σοβαρές παρενέρ γειες στην αγορά.

[λόγ. παρ(α)- 1 + ενέργεια μτφρδ. γερμ. Nebenwirkung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες