Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παρεμποδιστικός -ή -ό [paremboδistikós] Ε1 : που παρεμποδίζει, που δημιουργεί εμπόδια, δυσκολίες.
παρεμποδιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. παρεμποδισ- (παρεμποδίζω) -τικός]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. παρεμποδισ- (παρεμποδίζω) -τικός]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |