Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραψυχολογικός -ή -ό [parapsixolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παραψυχολογία: Παραψυχολογικές έρευνες. Παραψυχολογικά πειράματα.
[λόγ. < αγγλ. parapsychological < parapsycholog(y) = παραψυχολογ(ία) -ical = -ικός]



