Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραφορτώνω [parafortóno] -ομαι Ρ1 : 1. φορτώνω κπ. ή κτ. υπερβολικά, πάνω από το μέτρο, από το κανονικό· υπερφορτώνω: Mην το παραφορτώνεις το αυτοκίνητο, γιατί δε θ΄ αντέξει στην ανηφόρα. Tο δέντρο ήταν παραφορτωμένο με καρπούς. 2. (μτφ.) επιβαρύνω κπ. ή κτ. με υπερβολικό, υπέρμετρο φορτίο (εργασίες, ευθύνες, φροντίδες κτλ.): Οι μαθητές δεν πρέπει να παραφορτώνονται με δουλειά στο σπίτι. Οι τηλεφωνικές γραμμές είναι παραφορτωμένες.
[παρα- 2 + φορτώνω]



