Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρασκηνιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασκηνιακός -ή -ό [paraskiniakós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στα παρασκήνια. 2. (μτφ.) που γίνεται, που διεξάγεται κρυφά, μακριά από τη δημοσιότητα: Παρασκηνιακές ενέργειες / συνεννοήσεις / επαφές / κινήσεις. παρασκηνιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παρασκήνι(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go