Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρασιωπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρασιωπώ [parasiopó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : μιλώντας ή γράφοντας για ένα θέμα, παραλείπω, αποφεύγω σκόπιμα να αναφέρω κτ., αποκρύπτω, αποσιωπώ: Tα στοιχεία που αποδεικνύουν την απάτη σε βάρος του δημοσίου δεν πρέπει να παρασιωπηθούν.

[λόγ. < αρχ. παρασιωπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες