Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραπόταμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραπόταμος ο [parapótamos] Ο19 : ποτάμι που συναντιέται και χύνε ται σε μεγαλύτερο ποταμό: ~ του Δούναβη / του Πηνειού.

[λόγ. παρα- 1 ποταμ(ός) -ος μτφρδ. γερμ. Nebenfluss (διαφ. το μσν. παραπόταμον `όχτος΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go