Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπληγία η [paraplijía] Ο25 : (ιατρ.) παράλυση των ποδιών από βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος.
[λόγ. < γαλλ. paraplégie (στη νέα σημ.) < αρχ. (ιων. διάλ.) παραπληγίη `ημιπληγία΄]



