Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραπαίδι το [parapéδi] Ο44α : 1. (παρωχ.) θετό, υιοθετημένο παιδί. 2. μικρό παιδί που έκανε βοηθητικές εργασίες κοντά σε κάποιον επαγγελματία ή σε οικογένεια. || (επέκτ.) παιδί που το έχουν παραμελημένο, που δεν το φροντίζουν, δεν του δείχνουν αγάπη, στοργή· αποπαίδι.
[παρα- 1 παιδ(ί) -ι]



