Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραξενεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραξενεύω [paraksenévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. κάνω κπ. να απορήσει, να εκπλαγεί, να μπει σε σκέψεις εξαιτίας απροσδόκητων, ασυνήθιστων ενεργειών ή καταστάσεων: Mε παραξένεψαν τα λόγια / η στάση / οι ενέργειές του. Mε παραξενεύει το (γεγονός) ότι η αντιπολίτευση δεν αντιδρά. Δεν πρέπει να σε παραξενεύουν αυτά τα πράγματα. 2. (παθ.) εκπλήσσομαι, απορώ, μπαίνω σε σκέψεις από κτ. περίεργο, απροσδόκητο, ασυνήθιστο: Παραξενεύτηκα που δε μου μίλησες. Δε θα παραξενευόμουν, αν μάθαινα ότι με κατηγορεί πίσω από την πλάτη μου. 3. (ενεργ.) γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος: Όσο γερνάει, τόσο παραξενεύει.

[παράξεν(ος) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go