Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραμιλητό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραμιλητό το [paramilitó] Ο38 : λόγια ασυνάρτητα, που λέγονται κάτω από ειδικές συνθήκες (υψηλός πυρετός, ύπνος κτλ.): Mέσα στο ~ του ανέφερε κάποια ονόματα.

[παραμιλ(ώ) -ητό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go