Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- παραμάσχαλα [paramásxala] & παραμάσκαλα [paramáskala] επίρρ. : κάτω από τη μασχάλη: Παίρνω κτ. ~.
[-σκ-: παρα- 1 μασκάλ(η) επίρρ. -α· -σχ-: λόγ. επίδρ.]



