Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραλογίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραλογίζομαι [paralojízome] Ρ2.1β : σκέφτομαι, μιλώ ή φέρομαι παράλογα, ανόητα, αντίθετα προς τη λογική και τη φρόνηση: Ώρες ώρες παραλογίζεται. Έλα στα σύγκαλά σου και μην παραλογίζεσαι.

[λόγ. < αρχ. παραλογίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go