Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρακράτηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακράτηση η [parakrátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρακρατώ 1: ~ φόρου / δανείου / ποσού. || (νομ.) ~ κυριότητας.

[λόγ. παρακρατη- (παρακρατώ) 1 -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. rétention]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go