Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παρακαλετό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακαλετό το [parakaletó] Ο38 : (προφ.) συνεχείς παρακλήσεις: Mην αρχίζεις το ~ / τα παρακαλετά.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. παρακαλετός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παρακαλετός -ή -ό [parakaletós] & παρακαλεστός -ή -ό [parakalestós] Ε1 : (προφ.) για πρόσωπο που ενεργεί ή για γεγονός που συμβαίνει ύστε ρα από παρακλήσεις: Ήρθε παρακαλετή, αφού την παρακάλεσαν. παρακαλετά & παρακαλεστά ΕΠIΡΡ.

[παρακαλε- (παρακαλώ), παρακαλεσ- (παρακαλώ) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go