Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παραθετικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παραθετικός -ή -ό [paraθetikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην παράθεση (στις σημ. 1, 2). 2. (γραμμ.) α. που αναφέρεται στην παράθεση5: ~ προσδιορισμός. β. (ως ουσ.) τα παραθετικά (επιθέτων / επιρρημάτων), οι τύποι του συγκριτικού και του υπερθετικού βαθμού των επιθέτων και των επιρρημάτων: Ομαλά / ανώμαλα παραθετικά. παραθετικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Aναφέρονται ~ διάφορα γεγονότα και ημερομηνίες.

[λόγ.: 1, 2α: ελνστ. παραθετικός `που εισάγει΄ κατά τις σημ. της λ. παράθεση· 2β: σημδ. γαλλ. comparatif]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go